- χεττιτικός
- και χιττιτικός, -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χετταίους («χεττιτικός πολιτισμός»)2. «χεττιτική γλώσσα»γλωσσ. αρχαία γλώσσα τής ανατολικής ομάδας τών ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, η γλώσσα τών Χετταίων, μνημεία τής οποίας, οι λεγόμενες καππαδοκικές πινακίδες, ανακαλύφθηκαν στην ανατολική Μικρά Ασία και χρονολογούνται από τον 19ο και 18ο π.Χ. αιώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Χετταίοι + κατάλ. -ιτικός (< ουσ. σε -ίτης), πρβλ. σινα-ϊτικός].
Dictionary of Greek. 2013.